- αἰσχυνθείς
- αἰσχύνωmake uglyaor part pass masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ωχρός — ή, ό / ὠχρός, ά, όν, ΝΜΑ αυτός που έχει το χρώμα τής ώχρας, υποκίτρινος (α. «ωχρή όψη» β. «αἰσχυνθεὶς γὰρ τις, ἐρυθρὸς ἐγένετο και φοβηθείς,ὠχρός», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. συνεκδ. α) (για πρόσ.) χλομός, ασθενικός β) ασαφής, αμυδρός, άτονος («ωχρή… … Dictionary of Greek